Ορειβασία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alpensport, bergbeklimming, beklimming, klimmen, beklimmen, het beklimmen, climbing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορειβασία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα ολλανδικά - horde, bende, de Horde, meute, Horde van
- ορειβάτης στα ολλανδικά - alpinist, bergbeklimmer, Mountaineer, Bergbeklimmer het, de bergbeklimmer
- ορεινός στα ολλανδικά - bergachtig, bergachtige, bergen, berggebieden, de bergen
- ορεκτικό στα ολλανδικά - aanzetschakelaar, starter, voorgerechten, hapje, voorgerecht, aperitief, aperitiefje
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: alpensport, bergbeklimming, beklimming, klimmen, beklimmen, het beklimmen, climbing
Μεταφράσεις: alpensport, bergbeklimming, beklimming, klimmen, beklimmen, het beklimmen, climbing