Ορειβασία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escalada, de escalada, escalada em, escalada de, climbing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορειβασία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα πορτογαλικά - horda, Horde, horda de, multidão, da Horda
- ορειβάτης στα πορτογαλικά - alpinista, montanhista, Mountaineer, montanhês, do alpinista
- ορεινός στα πορτογαλικά - montanhoso, montanhosa, montanhosas, montanha, montanhas
- ορεκτικό στα πορτογαλικά - iniciar, começo, começar, partir, aperitivo, alimento aperitivo, aperitivos, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escalada, de escalada, escalada em, escalada de, climbing
Μεταφράσεις: escalada, de escalada, escalada em, escalada de, climbing