Ορειβασία στα ρουμανικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alpinism, catarare, de alpinism, cățărare, urcare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ορειβασία στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα ρουμανικά - hoardă, Horde, hoarda, hoarde, Hoardei
- ορειβάτης στα ρουμανικά - alpinist, mountaineer, alpinistul, alpinist remarcabil, alpinista
- ορεινός στα ρουμανικά - muntos, muntoasă, montan, montană, muntoase
- ορεκτικό στα ρουμανικά - aperitiv, aperitive, cu aperitive, de aperitiv, appetizer
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: alpinism, catarare, de alpinism, cățărare, urcare
Μεταφράσεις: alpinism, catarare, de alpinism, cățărare, urcare