Ορειβασία στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алпинизъм, катерене, изкачване, за катерене, катеренето
Ορειβασία στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορειβασία

ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ορειβασία στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ορδή στα βουλγαρικά - орда, Horde, ордата, цяла орда
  • ορειβάτης στα βουλγαρικά - алпинист, планинар, алпинисти в, алпиниста
  • ορεινός στα βουλγαρικά - планински, планинска, планинско, планинския, планинската
  • ορεκτικό στα βουλγαρικά - предястие, мезе, аперитив, аператив
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: алпинизъм, катерене, изкачване, за катерене, катеренето