Ορειβασία στα τούρκικα
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tırmanma, tırmanışı, tırmanış, climbing, dağcılık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ορειβασία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ορδή στα τούρκικα - kalabalık, horde, sürü, horda, göçebe ve ilkel yaşmak
- ορειβάτης στα τούρκικα - dağcı, Mountaineer, bir dağcı, dağcı da, The Mountaineer
- ορεινός στα τούρκικα - dağlık, dağlık bir, dağ
- ορεκτικό στα τούρκικα - meze, appetizer, iştah açıcı, mezeler
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tırmanma, tırmanışı, tırmanış, climbing, dağcılık
Μεταφράσεις: tırmanma, tırmanışı, tırmanış, climbing, dağcılık