Ορειβασία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vijoklinis, laipiojimo, laipioti, kopimas į kalnus, alpinizmas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβασία
ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορειβασία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ορδή στα λιθουανικά - orda, Horde, gauja, Ordos, pulkais
- ορειβάτης στα λιθουανικά - alpinistas, mountaineer, kalnietis, Auginti alpinizm, Alpinista
- ορεινός στα λιθουανικά - kalnuotas, kalnuota, kalnuoto, kalnuotos, kalnuotoje
- ορεκτικό στα λιθουανικά - užkandis, užkandžių, appetizer, užkandėlė, užkandis iš
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vijoklinis, laipiojimo, laipioti, kopimas į kalnus, alpinizmas
Μεταφράσεις: vijoklinis, laipiojimo, laipioti, kopimas į kalnus, alpinizmas