Ορειβασία στα γαλλικά

Μετάφραση: ορειβασία, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
montée, escalade, ascension, alpinisme, grimper, l'escalade, d'escalade
Ορειβασία στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορειβασία

ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία εξοπλισμός, ορειβασία θεσσαλονίκη, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία λεξικό γλώσσας γαλλικά, ορειβασία στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ορδή στα γαλλικά - foule, nuée, bande, tripotée, troupeau, troupe, horde, ...
  • ορειβάτης στα γαλλικά - ascensionniste, alpiniste, montagnard, Mountaineer, l'alpiniste, alpinistes
  • ορεινός στα γαλλικά - montagneux, montagneuse, montagne, montagnes, montagneuses
  • ορεκτικό στα γαλλικά - apprenti, nouveau, novice, démarreur, apéritif, entrée, appetizer
Τυχαίες λέξεις
Ορειβασία στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: montée, escalade, ascension, alpinisme, grimper, l'escalade, d'escalade