Πέτο στα ιταλικά
Μετάφραση: πέτο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risvolto, bavero, del risvolto, risvolto di, revers
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέτο
πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο, πέτο λεξικό γλώσσας ιταλικά, πέτο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πέστροφα στα ιταλικά - trota, trote, la trota, alla trota, trota di
- πέταγμα στα ιταλικά - gettare, buttare, getto, proiettare, tiro, lancio, volante, ...
- πέτρα στα ιταλικά - cullare, roccia, dondolare, masso, pietra, macigno, rupe, ...
- πέφτω στα ιταλικά - svista, fioccare, immergere, crisi, discesa, errore, calata, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέτο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: risvolto, bavero, del risvolto, risvolto di, revers
Μεταφράσεις: risvolto, bavero, del risvolto, risvolto di, revers