Πέτο στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πέτο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lapel
Πέτο στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέτο

πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο, πέτο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πέτο στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πέστροφα στα σλαβομακεδονικά - пастрмката, пастрмка, пастрмки, пастрмките, на пастрмка
  • πέταγμα στα σλαβομακεδονικά - летање, вее, летаат, лета, летечки
  • πέτρα στα σλαβομακεδονικά - камен, камени, камените, каменот
  • πέφτω στα σλαβομακεδονικά - падот, есен, паѓаат, падне, паѓа, да падне, спаѓаат
Τυχαίες λέξεις
Πέτο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: lapel