Πέτο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πέτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капловухий, відворот, одворот, закот, відворіт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέτο
πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο, πέτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πέτο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πέστροφα στα ουκρανικά - форель
- πέταγμα στα ουκρανικά - зносити, покривало, скидати, линяти, вкинути, політ, поле, ...
- πέτρα στα ουκρανικά - брусок, множину, юрма, єпископ, камінь, камень, каміння
- πέφτω στα ουκρανικά - падати, облетіти, упасти, валитись, спад, поли, впасти, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: капловухий, відворот, одворот, закот, відворіт
Μεταφράσεις: капловухий, відворот, одворот, закот, відворіт