Πέτο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πέτο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέτο
πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο, πέτο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πέτο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πέστροφα στα πορτογαλικά - truta, calças, trutas, da truta, a truta, truta de
- πέταγμα στα πορτογαλικά - arremessar, atirar, arremesso, lançar, voador, vôo, voando, ...
- πέτρα στα πορτογαλικά - pedras, lapidar, rochedo, robô, rocha, pedra, estômago, ...
- πέφτω στα πορτογαλικά - caducar, cair, fiel, roubar, anoitecer, lapso, queda, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέτο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de
Μεταφράσεις: lapela, de lapela, lapel, da lapela, lapela de