Πέτο στα ολλανδικά
Μετάφραση: πέτο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
revers, de Revers, lapel, reversspeld, reverskraag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πέτο
πέτο λεξικο, το πέτο, στο πέτο, πέτο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πέτο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πέστροφα στα ολλανδικά - forel, forellen, op forel, trout, de forel
- πέταγμα στα ολλανδικά - gooien, werpen, smijten, worp, uitspelen, keilen, vliegend, ...
- πέτρα στα ολλανδικά - rotsblok, steen, rots, edelsteen, aarden, edelgesteente, balanceren, ...
- πέφτω στα ολλανδικά - uitvallen, val, najaar, schemering, passeren, neervallen, doorbrengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πέτο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: revers, de Revers, lapel, reversspeld, reverskraag
Μεταφράσεις: revers, de Revers, lapel, reversspeld, reverskraag