Παλιάνθρωπος στα ιταλικά
Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mascalzone, furfante, briccone, farabutto, puzzola, moffetta, Skunk, di puzzola, di skunk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος
παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας ιταλικά, παλιάνθρωπος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- παλαιός στα ιταλικά - antico, vecchio, anziano, vecchia, vecchi, antica
- παλεύω στα ιταλικά - lottare, lotta, combattimento, battaglia, combattere, di lotta
- παλικαρισμός στα ιταλικά - bullismo, il bullismo, mobbing, prepotenza, il mobbing
- παλιμβουλία στα ιταλικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mascalzone, furfante, briccone, farabutto, puzzola, moffetta, Skunk, di puzzola, di skunk
Μεταφράσεις: mascalzone, furfante, briccone, farabutto, puzzola, moffetta, Skunk, di puzzola, di skunk