Παλιάνθρωπος στα ολλανδικά
Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoft, schurk, ploert, loeder, rotzak, schoelje, stinkdier, skunk, het stinkdier
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος
παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παλιάνθρωπος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παλαιός στα ολλανδικά - vroeger, vergevorderd, verleden, voorafgaand, voorgaand, bejaard, vorig, ...
- παλεύω στα ολλανδικά - kampen, beetnemen, pakken, beetpakken, worstelen, gevecht, strijd, ...
- παλικαρισμός στα ολλανδικά - pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest
- παλιμβουλία στα ολλανδικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schoft, schurk, ploert, loeder, rotzak, schoelje, stinkdier, skunk, het stinkdier
Μεταφράσεις: schoft, schurk, ploert, loeder, rotzak, schoelje, stinkdier, skunk, het stinkdier