Παλιάνθρωπος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traste, canalha, biltre, jaritataca, Skunk, gambá, da jaritataca, de gambá
Παλιάνθρωπος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος

παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παλιάνθρωπος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παλαιός στα πορτογαλικά - bem, velho, anterior, bom, precedente, antecedente, antigo, ...
  • παλεύω στα πορτογαλικά - luta, briga, combate, lutar, luta de
  • παλικαρισμός στα πορτογαλικά - assédio moral, o bullying, o assédio moral, intimidação, tiranizar
  • παλιμβουλία στα πορτογαλικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: traste, canalha, biltre, jaritataca, Skunk, gambá, da jaritataca, de gambá