Παλιάνθρωπος στα ουκρανικά

Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
негідник, ледащо, скунс
Παλιάνθρωπος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος

παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παλιάνθρωπος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παλαιός στα ουκρανικά - давній, стародавній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
  • παλεύω στα ουκρανικά - спотворювати, виривати, вивертати, викидати, боротьба, боротьби
  • παλικαρισμός στα ουκρανικά - бравада, залякуючий, залякує, що залякує
  • παλιμβουλία στα ουκρανικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: негідник, ледащо, скунс