Παλιάνθρωπος στα ουγγρικά

Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csibész, bűzös borz, Skunk, görény, borz, görénynek
Παλιάνθρωπος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος

παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παλιάνθρωπος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • παλαιός στα ουγγρικά - vén, ó, öreg, régi, a régi, éves, idős
  • παλεύω στα ουγγρικά - horgony, birkózás, kihorgonyzás, harc, küzdelem, küzdelemben, küzdelmet, ...
  • παλικαρισμός στα ουγγρικά - virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást
  • παλιμβουλία στα ουγγρικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: csibész, bűzös borz, Skunk, görény, borz, görénynek