Παλιάνθρωπος στα εσθονικά
Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põhimõttelage, kurinahk, alatu, kaabakas, skunk, skunks, muna, tõhk, Skunkki
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος
παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας εσθονικά, παλιάνθρωπος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- παλαιός στα εσθονικά - vana, vanu, vanad, vanade, vanal
- παλεύω στα εσθονικά - maadlema, haardekonks, võitlus, võitluse, võitluses, võitlust, võitlemise
- παλικαρισμός στα εσθονικά - bravuur, uljaspäisus, kiusamise, kiusamine, kiusamist, kiusamisega, türanniseerimise
- παλιμβουλία στα εσθονικά - ebajärjekindlus, reetlikkus, muutlikkus, tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: põhimõttelage, kurinahk, alatu, kaabakas, skunk, skunks, muna, tõhk, Skunkki
Μεταφράσεις: põhimõttelage, kurinahk, alatu, kaabakas, skunk, skunks, muna, tõhk, Skunkki