Παλιάνθρωπος στα λιθουανικά
Μετάφραση: παλιάνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλιάνθρωπος
παλιάνθρωπος συνώνυμα, παλιάνθρωπος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παλιάνθρωπος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παλαιός στα λιθουανικά - senas, senyvas, amžiaus, m, seną, moters
- παλεύω στα λιθουανικά - kova, kovos, kovą, kovoti, kovai
- παλικαρισμός στα λιθουανικά - įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
- παλιμβουλία στα λιθουανικά - tergiversator
Τυχαίες λέξεις
Παλιάνθρωπος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti
Μεταφράσεις: niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti