Δρασκελίζω στα κροατικά
Μετάφραση: δρασκελίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napredak, korak, urakljiti, raskrečiti, opkoračiti, raskrečiti se
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρασκελίζω
δρασκελίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, δρασκελίζω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- δραπέτευση στα κροατικά - bijeg, bjekstvo
- δραπετεύω στα κροατικά - izbjeći, bijeg, umaknuti, izmaknuti, pobjeći, bijega, za bijeg, ...
- δρασκελιά στα κροατικά - oruđe, brzina, tempo, hod, koračati, krupno koračati, dugi korak, ...
- δραστήριος στα κροατικά - aktivnog, stvaran, živ, aktivno, radan, aktivnima, energičan, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρασκελίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: napredak, korak, urakljiti, raskrečiti, opkoračiti, raskrečiti se
Μεταφράσεις: napredak, korak, urakljiti, raskrečiti, opkoračiti, raskrečiti se