Δρασκελίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: δρασκελίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
steg, straddle, frihöjd, med stor frihöjd, stor frihöjd, grenslar
Δρασκελίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δρασκελίζω

δρασκελίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, δρασκελίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • δραπέτευση στα σουηδικά - rymning, elopement, rymning för att gifta, rymning för
  • δραπετεύω στα σουηδικά - flykt, rymma, undkomma, rymning, fly, slippa, undgå, ...
  • δρασκελιά στα σουηδικά - steg, fart, stride, kliva, kliv, skrider, skrida
  • δραστήριος στα σουηδικά - energisk, aktiv, verksam, aktiva, aktivt, verksamma, verksamt
Τυχαίες λέξεις
Δρασκελίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: steg, straddle, frihöjd, med stor frihöjd, stor frihöjd, grenslar