Δρασκελίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: δρασκελίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eisena, žingsnis, apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika
Δρασκελίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δρασκελίζω

δρασκελίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δρασκελίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δραπέτευση στα λιθουανικά - pabėgimas, grobimas, Slapta apgavystė
  • δραπετεύω στα λιθουανικά - bėgti, bėgimas, pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape
  • δρασκελιά στα λιθουανικά - žingsnis, jardas, eisena, žingsniuoti, žengti, peržengti, bėgsena
  • δραστήριος στα λιθουανικά - aktyvus, energingas, veiklus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia
Τυχαίες λέξεις
Δρασκελίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: eisena, žingsnis, apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika