Ενεργητικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: ενεργητικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
energingas, energingi, energinga, energingą, energetinis
Ενεργητικός στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικός

ενεργητικός και μέσος αόριστος β, ενεργητικός αόριστος, ενεργητικός διαλογισμός, ενεργητικός και παθητικός αόριστος, ενεργητικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενεργητικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ενεργά στα λιθουανικά - aktyvus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia
  • ενεργητικό στα λιθουανικά - aktyvai, lėšos, turtas, turto, turtą
  • ενεργοποίηση στα λιθουανικά - aktyvavimas, aktyvavimo, aktyvacijos, aktyvinimo, aktyvinimas
  • ενεργοποιώ στα λιθουανικά - tiekti energiją, pagyvinti, energiją, ir aktyviai skatinti, aktyviai skatinti
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: energingas, energingi, energinga, energingą, energetinis