Ενεργητικός στα ιταλικά

Μετάφραση: ενεργητικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
energico, energetico, energetica, energica, energia
Ενεργητικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικός

ενεργητικός και μέσος αόριστος β, ενεργητικός αόριστος, ενεργητικός διαλογισμός, ενεργητικός και παθητικός αόριστος, ενεργητικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενεργητικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ενεργά στα ιταλικά - attivo, attiva, attivi, attive, attività
  • ενεργητικό στα ιταλικά - pregio, merito, vantaggio, beni, attività, patrimonio, attivi, ...
  • ενεργοποίηση στα ιταλικά - attivazione, di attivazione, l'attivazione, attivazione del, all'attivazione
  • ενεργοποιώ στα ιταλικά - attivare, eccitare, stimolare, energizzare, eccita, infondere energia
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: energico, energetico, energetica, energica, energia