Ενεργητικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενεργητικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
енергични, енергичен, енергична, енергетска, енергетски
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικός
ενεργητικός και μέσος αόριστος β, ενεργητικός αόριστος, ενεργητικός διαλογισμός, ενεργητικός και παθητικός αόριστος, ενεργητικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενεργητικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενεργά στα σλαβομακεδονικά - активен, активни, активна, активно, активните
- ενεργητικό στα σλαβομακεδονικά - средства, средствата, актива, активата, имотот
- ενεργοποίηση στα σλαβομακεδονικά - активирање, активација, за активирање, активирањето, активирање на
- ενεργοποιώ στα σλαβομακεδονικά - стимулирам, енергизираат, енергизира, активира, да стимулирам
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: енергични, енергичен, енергична, енергетска, енергетски
Μεταφράσεις: енергични, енергичен, енергична, енергетска, енергетски