Ενεργητικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: ενεργητικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
energisk, energiske, deg energisk, energetisk, energetiske
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικός
ενεργητικός και μέσος αόριστος β, ενεργητικός αόριστος, ενεργητικός διαλογισμός, ενεργητικός και παθητικός αόριστος, ενεργητικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ενεργητικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ενεργά στα νορβηγικά - aktiv, aktive, aktivt, virke, aktivert
- ενεργητικό στα νορβηγικά - eiendeler, aktiva, midler, driftsmidler
- ενεργοποίηση στα νορβηγικά - aktivisering, aktivering, aktiverings, aktiveringen
- ενεργοποιώ στα νορβηγικά - aktivere, energi, energize, energisere, gi energi, energi til
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: energisk, energiske, deg energisk, energetisk, energetiske
Μεταφράσεις: energisk, energiske, deg energisk, energetisk, energetiske