Μολύνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkrėsti, užkrečia, infekuoti, infekuoja, užsikrėsti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύνω
μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μολύνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μολυσματικός στα λιθουανικά - infekcinis, užkrėsta infekciniu, užkrečianti, infekcinę, infekcinio
- μολύβι στα λιθουανικά - pieštukas, pieštuku, pieštukų, pencil, pieštuko
- μομφή στα λιθουανικά - priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
- μονάδα στα λιθουανικά - vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užkrėsti, užkrečia, infekuoti, infekuoja, užsikrėsti
Μεταφράσεις: užkrėsti, užkrečia, infekuoti, infekuoja, užsikrėsti