Ρέψιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρέψιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boeren, oprispen, belching, oprispingen, boerende, uitspuwend
Ρέψιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρέψιμο

ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρέψιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ράφι στα ολλανδικά - rek, plank, schap, plat, shelf, legbord
  • ρέλι στα ολλανδικά - oever, waterkant, zoom, landsgrens, kant, band, wal, ...
  • ρέω στα ολλανδικά - lopen, stroom, stroming, vloeien, stromen, loop, waterloop, ...
  • ρήγας στα ολλανδικά - jonkvrouw, vorst, koning, lady, heer, vrouw, dam, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρέψιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boeren, oprispen, belching, oprispingen, boerende, uitspuwend