Τεχνητός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τεχνητός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artificial, afectado, artificiais
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεχνητός
τεχνητός γρανίτης, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τεχνητός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τεφρώδης στα πορτογαλικά - de cinza, cinzento, pálido, ashy, cinza
- τεχνίτης στα πορτογαλικά - artesão, artífice, artesãos, craftsman, artesanal
- τεχνικά στα πορτογαλικά - técnico, técnica, técnicos, técnicas
- τεχνική στα πορτογαλικά - técnica, técnico, técnica de, técnicas, a técnica
Τυχαίες λέξεις
Τεχνητός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: artificial, afectado, artificiais
Μεταφράσεις: artificial, afectado, artificiais