Βρόμα στα πολωνικά

Μετάφραση: βρόμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cuchnąć, smród, śmierdzieć, smrodzić, capieć, niff
Βρόμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρόμα

βρώμα βρώμα, βρόμα ή βρώμα, βρόμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βρόμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βρυχώμαι στα πολωνικά - huk, zaryczeć, grzmieć, wydzierać, ryczeć, ryk, huczeć, ...
  • βρόγχος στα πολωνικά - zwitka, obwód, kokarda, węzeł, zapętlenie, pętelka, pętla, ...
  • βρόμη στα πολωνικά - owies, owsa, oats, owies zwyczajny
  • βρόμικος στα πολωνικά - sfaulować, wstrętny, brudny, niecny, zanieczyścić, plugawy, niehonorowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρόμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: cuchnąć, smród, śmierdzieć, smrodzić, capieć, niff