Κυψέλη στα πολωνικά

Μετάφραση: κυψέλη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roić, gromadzić, ul, rój, gałąź, gałęzi, ula
Κυψέλη στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυψέλη

κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη λεξικό γλώσσας πολωνικά, κυψέλη στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κυρώνω στα πολωνικά - ratyfikować, uprawomocniać, legalizować, sprawdzić, uprawomocnić, zatwierdzać, sprawdzać, ...
  • κυτταρικός στα πολωνικά - komórkowy, komórkowaty, komórkowej, komórkowych, komórkowego, komórkowe
  • κυψελιδικός στα πολωνικά - dziąsłowy, zębodołowy, pęcherzykowy, wyrostka, pęcherzyków płucnych, pęcherzykowe, pęcherzykowa
  • κωλικός στα πολωνικά - rżnięcie, kolka, kolki, kolkę, colic, kolką
Τυχαίες λέξεις
Κυψέλη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: roić, gromadzić, ul, rój, gałąź, gałęzi, ula