Κυψέλη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κυψέλη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortiço, colméia, colmeia, hive, ramificação, ramo de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυψέλη
κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κυψέλη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κυρώνω στα πορτογαλικά - válido, valide, validar, ratifica, ratificar, ratifique, ratifica o
- κυτταρικός στα πορτογαλικά - celular, celulares, de celular, alveolar
- κυψελιδικός στα πορτογαλικά - alveolar, alveolares, alvéolo
- κωλικός στα πορτογαλικά - cólica, cólicas, colic, a cólica, as cólicas
Τυχαίες λέξεις
Κυψέλη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cortiço, colméia, colmeia, hive, ramificação, ramo de
Μεταφράσεις: cortiço, colméia, colmeia, hive, ramificação, ramo de