Κυψέλη στα ολλανδικά

Μετάφραση: κυψέλη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijenkorf, korf, hive, kast, bijenkastkever
Κυψέλη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυψέλη

κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυψέλη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυρώνω στα ολλανδικά - ratificeert, bekrachtigt
  • κυτταρικός στα ολλανδικά - cellulair, cellulaire, mobiele, de cellulaire, cellen
  • κυψελιδικός στα ολλανδικά - alveolaar, alveolare, alveolaire, alveolair, alvéolaire
  • κωλικός στα ολλανδικά - koliek, kolieken, darmkrampjes, colic, krampjes
Τυχαίες λέξεις
Κυψέλη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijenkorf, korf, hive, kast, bijenkastkever