Πρόσφυγας στα πολωνικά
Μετάφραση: πρόσφυγας, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbieg, uciekinier, uchodźca, uchodźcy, uchodźców, uchodźcą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφυγας
πρόσφυγας εκ μητρογονίας, πρόσφυγας στίχοι, πρόσφυγασ ή μετανάστησ, πρόσφυγασ ετυμολογία, πρόσφυγας wikipedia, πρόσφυγας λεξικό γλώσσας πολωνικά, πρόσφυγας στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατος στα πολωνικά - niedawny, ostatni, nowy, świeży, niedawno
- πρόσφορος στα πολωνικά - armatura, należyty, łącznik, przymierzalnia, dopasowywanie, przystosowywanie, stosowny, ...
- πρόσφυμα στα πολωνικά - przymocować, przyczepić, dołączyć, przybić, przyczepiać, przytwierdzać, przytwierdzić, ...
- πρόσφυση στα πολωνικά - przyrost, narastanie, przyczepność, przyleganie, adhezja, przywieranie, przyczepności
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφυγας στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zbieg, uciekinier, uchodźca, uchodźcy, uchodźców, uchodźcą
Μεταφράσεις: zbieg, uciekinier, uchodźca, uchodźcy, uchodźców, uchodźcą