Ανάφλεξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
si, ignição, combustão, se, de ignição, ignição por, da ignição, inflamação
Ανάφλεξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανάφλεξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα πορτογαλικά - ressurreição, da ressurreição, a ressurreição, ressurreição de
  • ανάστημα στα πορτογαλικά - edificar, erigir, configuração, estatura, a estatura, stature, altura, ...
  • ανάχωμα στα πορτογαλικά - pilha, chusma, margem, ruma, montão, banco, multidão, ...
  • ανέγερση στα πορτογαλικά - teia, estrutura, ereção, erecção, montagem, construção, a ereção
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: si, ignição, combustão, se, de ignição, ignição por, da ignição, inflamação