Ανάφλεξη στα τούρκικα

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ateşleme, kontak, Kontağı, ateşlemeli
Ανάφλεξη στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάφλεξη στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα τούρκικα - diriliş, Resurrection, dirilişi, diriltme, yeniden diriliş
  • ανάστημα στα τούρκικα - kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı
  • ανάχωμα στα τούρκικα - kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, ...
  • ανέγερση στα τούρκικα - yapı, ereksiyon, montaj, montajı, konstrüksiyon montajı, montaj sırasında
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ateşleme, kontak, Kontağı, ateşlemeli