Ανάφλεξη στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
палење, за палење, палењето, на палење, палењето е
Ανάφλεξη στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανάφλεξη στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα σλαβομακεδονικά - воскресение, воскресението, воскреснување, воскреснувањето
  • ανάστημα στα σλαβομακεδονικά - раст, реноме, углед, угледот, става
  • ανάχωμα στα σλαβομακεδονικά - брегот, Могила, тумба, насип, рид, могилата
  • ανέγερση στα σλαβομακεδονικά - ерекција, ерекцијата, монтажа, изградба, изградбата
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: палење, за палење, палењето, на палење, палењето е