Μόνιμα στα τσεχικά
Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stále, trvale, natrvalo, permanentně, neustále
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας τσεχικά, μόνιμα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μόλυβδος στα τσεχικά - ústit, přimět, vodit, vedení, vést, tuha, řídit, ...
- μόλυνση στα τσεχικά - znečištění, nakažení, nákaza, kontaminace, infekce, zamoření, infekci, ...
- μόνιμος στα τσεχικά - trvalý, ustavičný, stálý, bydlící, obyvatel, neustálý, rezident, ...
- μόνο στα τσεχικά - pouze, opuštěný, jen, jedině, toliko, jediný, samotářský, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: stále, trvale, natrvalo, permanentně, neustále
Μεταφράσεις: stále, trvale, natrvalo, permanentně, neustále