Gros στα ελληνικά

Μετάφραση: gros, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, πρόστυχος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων
Gros στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grono στα ελληνικά - ομάδα, προσωπικό, σύμπλεγμα, συστοιχία, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
  • gronostaj στα ελληνικά - ερμίνα, κουνάβι, ικτίς
  • grosz στα ελληνικά - σεντ, δεκάρα, πένα, πενών, λεπτό
Τυχαίες λέξεις
Gros στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, πρόστυχος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ακαθάριστου, ακαθάριστων