Обанкротиться στα ελληνικά
Μετάφραση: обанкротиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, είμαι, διάλειμμα, θρυμματίζω, εκκαθαρίζω, σπάζω, πηγαίνω, αντεπίθεση, συντρίβω, προτομή, διανύω, βρίσκομαι, διάλλειμα, αποκτώ, χρεοκοπημένος, αποτυγχάνω, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втереть στα ελληνικά - τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
- горечавка στα ελληνικά - γεντιακή, gentian, γεντιανής, γεντιανή, τη γεντιανή
- дело στα ελληνικά - διεκπεραίωση, ερώτηση, αγορά, περιστατικό, δουλεύω, υπόθεση, επάγγελμα, ...
- жестикулировать στα ελληνικά - χειρονομία, χειρονομώ, γνέφω, χειρονομούν
Τυχαίες λέξεις
Обанкротиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, είμαι, διάλειμμα, θρυμματίζω, εκκαθαρίζω, σπάζω, πηγαίνω, αντεπίθεση, συντρίβω, προτομή, διανύω, βρίσκομαι, διάλλειμα, αποκτώ, χρεοκοπημένος, αποτυγχάνω, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Μεταφράσεις: παίρνω, είμαι, διάλειμμα, θρυμματίζω, εκκαθαρίζω, σπάζω, πηγαίνω, αντεπίθεση, συντρίβω, προτομή, διανύω, βρίσκομαι, διάλλειμα, αποκτώ, χρεοκοπημένος, αποτυγχάνω, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην