Αναστάτωση στα εσθονικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segilöömine, nääklus, katkestus, lärm, häire, häireid, katkemise, märkimisväärne negatiivne mõju
Αναστάτωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναστάτωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα εσθονικά - ülevaade, arvustus, üle minema, minna üle, lähete üle, lähe üle, lähen üle
  • ανασκόπηση στα εσθονικά - arvustus, ülevaade, uuring, mõõdistus, vaatlus, läbivaatamise, läbivaatamine, ...
  • αναστέλλω στα εσθονικά - riputama, pärssima, inhibeerivad, inhibeerida, pärssida, pärsivad
  • αναστατώνω στα εσθονικά - erutuma, Hermostuttaa, segadusse ajama, segasus, Segaduse täiesti
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: segilöömine, nääklus, katkestus, lärm, häire, häireid, katkemise, märkimisväärne negatiivne mõju