Αναστάτωση στα δανικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbrydelse, forstyrrelser, forstyrrelse, afbrydelser, afbrydelse er
Αναστάτωση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας δανικά, αναστάτωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα δανικά - anmeldelse, gå over, gennemgå, at gå over, at gennemgå, gaa over
  • ανασκόπηση στα δανικά - anmeldelse, bedømmelse, gennemgang, revision, anmelselse
  • αναστέλλω στα δανικά - hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere
  • αναστατώνω στα δανικά - fluster, forfjamskelse
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afbrydelse, forstyrrelser, forstyrrelse, afbrydelser, afbrydelse er