Αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нарушување, прекин, нарушување на, прекинот, нарушувањето
Αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα σλαβομακεδονικά - одиме во текот на, одат над, поминат, одиме во текот, се премине
  • ανασκόπηση στα σλαβομακεδονικά - преглед, ревизија, разгледување, осврт, прегледот
  • αναστέλλω στα σλαβομακεδονικά - инхибираат, инхибира, го инхибираат, ја инхибираат, попречат
  • αναστατώνω στα σλαβομακεδονικά - fluster
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: нарушување, прекин, нарушување на, прекинот, нарушувањето