Αναστάτωση στα ισπανικά

Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desorganización, trastorno, ruptura, interrupción, perturbación
Αναστάτωση στα ισπανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστάτωση

αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας ισπανικά, αναστάτωση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ανασκοπώ στα ισπανικά - repaso, revisión, crítica, revista, repasar, pasar, revisar, ...
  • ανασκόπηση στα ισπανικά - revisión, crítica, reconocer, repaso, medición, revista, reseña, ...
  • αναστέλλω στα ισπανικά - aplazar, suspender, inhibir, inhibir la, inhiben, inhibir el, inhibe
  • αναστατώνω στα ισπανικά - volcar, remover, aturdir, poner nervioso, fluster
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: desorganización, trastorno, ruptura, interrupción, perturbación