Αναστάτωση στα σουηδικά
Μετάφραση: αναστάτωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, störningar, avbrott, störning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστάτωση
αναστάτωση συνώνυμα, αναστάτωση μεταφραση, αναστάτωση στο άγιο όρος συνεχίζει να κουνιέται το καντήλι, αναστάτωση επικρατεί αυτή την ώρα στην αγία σοφίας, αναστάτωση από ιστοσελίδα που κλέβει καυτές φωτογραφίες, αναστάτωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναστάτωση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ανασκοπώ στα σουηδικά - tidskrift, revy, gå över, gå igenom, går över, att gå över, övergå
- ανασκόπηση στα σουηδικά - översikt, tidskrift, revy, överblick, översyn, recension, omdöme, ...
- αναστέλλω στα σουηδικά - ajournera, inhiberar, inhibera, hämma, hämmar, förhindra
- αναστατώνω στα σουηδικά - välta, stjälpa, fluster, förvirra
Τυχαίες λέξεις
Αναστάτωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bråk, störningar, avbrott, störning
Μεταφράσεις: bråk, störningar, avbrott, störning