Αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excluir, exclua, exclusivo, exclusividade, exclusivismo, a exclusividade, de exclusividade
Αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικά στα πορτογαλικά - único, linguado, sozinho, isolado, unicamente, só, exclusivamente, ...
  • αποκλειστικός στα πορτογαλικά - excluir, exclusivo, exclua, exclusive, exclusiva, exclusivos, exclusivas
  • αποκληρώνω στα πορτογαλικά - deserdar, deserdá, disinherit, deserdaria
  • αποκολλώ στα πορτογαλικά - destacar, desligar, destruição, descolar, arrancar, Arrancam, Descola, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: excluir, exclua, exclusivo, exclusividade, exclusivismo, a exclusividade, de exclusividade