Αποκλειστικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
exclusief, uitsluitend, exclusiviteit, de exclusiviteit, exclusiveness, alleenverkooprecht, exclusivisme
Αποκλειστικότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποκλειστικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικά στα ολλανδικά - maar, louter, enig, slechts, verlaten, alleen, uitsluitend, ...
  • αποκλειστικός στα ολλανδικά - uitsluitend, exclusief, exclusieve, Exclusive, uitsluitende
  • αποκληρώνω στα ολλανδικά - onterven, te onterven, disinherit, het uitroeien
  • αποκολλώ στα ολλανδικά - unstick, los te maken, cilinder verder
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: exclusief, uitsluitend, exclusiviteit, de exclusiviteit, exclusiveness, alleenverkooprecht, exclusivisme