Αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изключителност, изключителността, ексклузивност, изключителните права, недостъпност
Αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικά στα βουλγαρικά - изключително, единствено, само, изцяло, предимно
  • αποκλειστικός στα βουλγαρικά - изключителен, изключителна, изключителната, изключително, изключителното
  • αποκληρώνω στα βουλγαρικά - лишавам от наследство, изтребя, лиши от наследство
  • αποκολλώ στα βουλγαρικά - отлепвам, Отлепва, Отлепва се, Отлепват се, Отлепват
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изключителност, изключителността, ексклузивност, изключителните права, недостъпност