Αποκλειστικότητα στα σουηδικά

Μετάφραση: αποκλειστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exklusiv, exklusivitet, en exklusivitet, exklusiviteten, exclusiveness, exklusivitet som
Αποκλειστικότητα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα στα αγγλικά, αποκλειστικότητα συνώνυμο, αποκλειστικότητα στη σχέση, κατ αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, αποκλειστικότητα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικά στα σουηδικά - allena, exklusivt, uteslutande, enbart, endast, som uteslutande
  • αποκλειστικός στα σουηδικά - exklusiv, exklusivt, exklusiva, exkl, ensamrätt
  • αποκληρώνω στα σουηδικά - arvlös, förgöra, göra arvlös
  • αποκολλώ στα σουηδικά - Dra loss, borttagande, dra bort, loss, att dra bort
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: exklusiv, exklusivitet, en exklusivitet, exklusiviteten, exclusiveness, exklusivitet som