Δικάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сунита, съдия, съдията, съдии, съди
Δικάζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δικάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα βουλγαρικά - филтър, инфилтрат, проникне, инфилтрира, инфилтрират, проникне в
  • διθυραμβικός στα βουλγαρικά - dithyrambic
  • δικαίωμα στα βουλγαρικά - коригирам, правилен, плавай, верен, надясно, право, десен, ...
  • δικαιοδοσία στα βουλγαρικά - юрисдикция, правосъдие, компетентност, компетентността, юрисдикцията
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сунита, съдия, съдията, съдии, съди